- εισελκυω
- εἰσελκύωεἰσ-ελκύωион. ἐσελκύω втаскивать
(τι ἐς τὸ ἱρόν Her.; τινὰ εἰς τὸ βουλευτήριον Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι ἐς τὸ ἱρόν Her.; τινὰ εἰς τὸ βουλευτήριον Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισέλκω — εἰσέλκω και εἰσελκύω (AM) 1. σύρω μέσα 2. ρουφώ, καταπίνω (ιδίως κρασί) … Dictionary of Greek